σαθρότης

σαθρότης
σαθρ-ότης, ητος, ,
A unsoundness, weakness, Plot.3.6.2, Corp.Herm.18.2, Eust.187.39.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σαθρότης — unsoundness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρότητα — σαθρότης unsoundness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρότητι — σαθρότης unsoundness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρότητος — σαθρότης unsoundness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρότητα — η / σαθρότης, ητος, ΝΜΑ [σαθρός] έλλειψη στερεότητας και αντοχής, το επισφαλές πραγμάτων ή καταστάσεων (| νεοελλ. έλλειψη βάσης στις αντιλήψεις κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՐԽԱԼԱՆՔ — (նաց.) NBH 1 0931 Chronological Sequence: Unknown date գ. σαθρότης pravitas. Խարխուլն գոլ. դեդեւանք. գայթումն. սխալանք. վատթարութիւն. *(Յընդարձակ ճանապարհի) բազում խարխալանք, եւ վնասք. Ոսկ. ՟Ա. 24 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”